θαμβῶ

θαμβῶ
θαμβέω
to be astounded
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
θαμβέω
to be astounded
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
θαμβός
astonished
masc/neut gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θαμβώ — (I) θαμβῶ, έω (Α) [θάμβος] 1. κατέχομαι από θάμβος, εκπλήττομαι, μένω έκθαμβος («oἱ δὲ ἰδόντες θάμβησαν», Ομ. Ιλ.) 2. εκπλήσσω κάποιον, κάνω κάποιον έκθαμβο («χείμαρροι ἀνομίας ἐθάμβησάν με», ΠΔ) 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) τεθαμβημένος, η, ον… …   Dictionary of Greek

  • θάμβημα — θάμβημα, το (Α) [θαμβώ] αυτό που προκαλεί θάμβος, κατάπληξη ή τρόμο …   Dictionary of Greek

  • θάμβησις — θάμβησις, ή (Α) [θαμβώ]·1. ό,τι προκαλεί θάμβος ή κατάπληξη 2. έκπληξη 3. φόβος …   Dictionary of Greek

  • θάμβωμα — το [θαμβώ] βλ. θάμπωμα …   Dictionary of Greek

  • θαμβήτειρα — θαμβήτειρα, ἡ (Α) [θαμβώ] αυτή που προκαλεί δέος («Ἐρινύες δειναί, θαμβήτειραι», Ορφ.) …   Dictionary of Greek

  • θαμβητός — θαμβητός, ή, όν (Α) [θαμβώ] εκπληκτικός, καταπληκτικός …   Dictionary of Greek

  • θαμπώνω — και θαμβώνω και θαμβώ, όω (AM θαμβοῡμαι, όομαι) νεοελλ. 1. χάνω τη στιλπνότητα ή τη διαύγεια μου («θάμπωσε ο καθρέφτης») 2. αφαιρώ ή μειώνω τη στιλπνότητα ή τη διαφάνεια, θολώνω («από τους καπνούς θάμπωσαν τα τζάμια τού καφενείου») 3. προκαλώ σε… …   Dictionary of Greek

  • μυρίος — ία, ίο και μύριος, ια, ο (ΑΜ μυρίος, ία, ίον και μύριος, ία, ίον, Α θηλ. και μυρίος και αιολ. τ. μυρίη, Μ και μύριος, ια, ο) 1. (ως αριθμ. επίθ., συν. στον πληθ., προπαροξύνεται κατά τους αρχ. και μτγν. γραμματικούς ως προπαροξύτονο σημαίνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”